- εκχυλισματικός
- -ή, -όπου προέρχεται από εκχύλιση ή εκχύλισμα: Εκχυλισματικές ουσίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκχυλισματικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από εκχύλιση ή εκχύλισμα («εκχυλισματικές ουσίες») … Dictionary of Greek